μεσηγύ

μεσηγύ
μεσηγύ, [dialect] Ep. [full] μεσσηγύ, before a vowel or metri gr. [full] μεσσηγύς—all in Hom.; [full] μεσηγύς only in Orph.Fr.94: Adv.,
I of Space,
1 abs., in the middle, between,

οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς 11.23.521

, cf. 11.573; μηδέ τι μεσσηγύς γε . . πάθῃσι in mid-voyage,
Od.7.195.
2 more freq. c. gen., between,

ὤμων μ. 11.8.259

;

στηθέων Theoc.25.237

;

Κουρήτων τε μ. καὶ Αἰτωλῶν 11.9.549

;

μ. γαίης τε καὶ οὐρανοῦ 5.769

;

μ. Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Od.4.845

;

μ. κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος Hes.Sc.417

;

μ. θέρεός τε καὶ ὑετίου κρυστάλλου Eratosth.16.16

.
II of Time, meanwhile, Aret.CA1.10;

μεσηγὺ τούτου τοῦ χρόνου Hp. Fract.8

.
III as Subst.,

τὸ μεσηγύ

the part between,

h.Ap.108

, Thgn.553
;

τὸ μ. τῶν ὠμοπλατέων Hp.Art.16

; ἤματος τὸ μεσηγύ noon, Theoc.25.216.
IV of quality, Orph. l.c. [[pron. full] exc. Od.4.845 μεσσηγὺς Ἰθάκης τε . . .]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσηγύ — και επικ. τ. μεσσηγύ και μεσσηγύς και μεσηγύς (Α) επίρρ. 1. στο μέσο, καταμεσίς («οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς», Ομ. Ιλ.) 2. χρον. εν τω μεταξύ 3. μεταξύ, ανάμεσα (ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς», Ομ. Ιλ.) 4. (ως ουδ. ουσ. τὸ μεσηγύ το μέρος που… …   Dictionary of Greek

  • μεσηγύ — in the middle indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσσηγύ — μεσηγύ in the middle epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσσηγύς — μεσηγύ in the middle epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PRIENE — I. PRIENE quae Palathia, teste Nigrô, urbs Ioniae maritima in confinio, quae et Cadme Straboni dicta. Inter hanc et Miletum Maeander fluvius in mare excurrit. Dionys. Μαίανδρος λεπαρῆσι κατέργεται εἰς ἅλα δίναις, Μιλήτου τε μεσηγὺ καὶ εὐρυχόροιο… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μεσσηγυδορποχέστης — μεσσηγυδορποχέστης, ὁ (Α) (κωμική λέξη) αυτός που αποπατεί πολλές φορές στο μέσον δείπνου, για να μπορεί να ξαναγεμίζει πάλι την κοιλιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσηγύ(ς) «ανάμεσα» + δόρπον «γεύμα δείπνο» + χέστης] …   Dictionary of Greek

  • μεσσηγύ — και μεσσηγύς (Α) επίρρ. (επικ. τ.) βλ. μεσηγύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”